τειχισμος

τειχισμος
    τειχισμός
     Thuc. = τείχισις См. τειχισις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τειχισμος" в других словарях:

  • τειχισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμός — ὁ, Α [τειχίζω] ανέγερση τείχους, τείχιση …   Dictionary of Greek

  • τειχισμοῦ — τειχισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμούς — τειχισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμῶν — τειχισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμῷ — τειχισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμόν — τειχισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»